νεμονηΐα

νεμονηΐα
νεμονηΐα, ,
A = νουμηνία, SIG527.146 (Crete, iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεμονηία — νεμονηΐα, ἡ (Α) βλ. νουμηνία …   Dictionary of Greek

  • νουμηνία — και νεομηνία, η (Α νουμηνία και ιων. τ. νεομηνία και νεμονηΐα και νομενία) η αρχή τής νέας Σελήνης και συνεπώς τού νέου σεληνιακού μήνα νεοελλ. χρονική στιγμή κατά την οποία η Σελήνη βρίσκεται σε σύνοδο, δηλαδή ανάμεσα στη Γη και στον Ήλιο, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”